σύριγγα

σύριγγα
I
Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και στους βρόγχους και οι οποίοι, τροποποιώντας την ένταση των παλλόμενων τμημάτων, προκαλούν την παραγωγή διαφορετικών φθόγγων. Το όργανο αυτό μπορεί να είναι βρογχοτραχειακό, τραχειακό ή βρογχικό. Στην πρώτη περίπτωση, που είναι η πιο συχνή, οι χαμηλότεροι δακτύλιοι της τραχείας σχηματίζουν έναν ηχητικό θάλαμο, που λέγεται τύμπανο, στον οποίο εξέχουν παλλόμενες μεμβράνες, που αποτελούνται από μερικές πτυχές των βρογχικών τοιχωμάτων. Ο ηχητικός θάλαμος μπορεί να αποδώσει σημαντικό όγκο ήχου, όπως έχει παρατηρηθεί π.χ. στις αρσενικές πάπιες.
II
(Ιατρ.). Όργανο που χρησιμεύει για την εισαγωγή θεραπευτικών υγρών σε φυσικές κοιλότητες του σώματος, στον υποδόρειο ιστό και στους μύες. Χρησιμοποιείται επίσης και για τη λήψη αίματος και άλλων οργανικών υγρών, ενσταλλάξεις φαρμάκων σε συρίγγια, αναρροφήσεις συλλογών αίματος, ορού, πύου, που βρίσκονται βαθιά στους ιστούς, και αναρροφήσεις από διάφορα όργανα υλικών για βιοψία. Αποτελείται από ένα κοίλο κυλινδρικό σώμα μέσα στο οποίο κινείται ένα έμβολο και στη βάση της υπάρχει ένα επιστόμιο πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια κοίλη βελόνα από χάλυβα, νικέλιο ή πλατίνη. Με το έμβολο αυτό ρυθμίζεται η εισαγωγή ή η αναρρόφηση του υγρού.
Η αποστείρωση της σύριγγας γίνεται συνήθως με βρασμό επί 10-15 λεπτά. Με τον τρόπο αυτό καταστρέφονται τα μη σπορογόνα μικρόβια και μεγάλο μέρος των σπορογόνων. Για να πετύχουμε πλήρη αποστείρωση, χρησιμοποιούμε κλίβανους ξηρής θερμότητας, στους οποίους οι σύριγγες τοποθετούνται επί 120 λεπτά σε 160° Κελσίου. Σήμερα χρησιμοποιούνται συνήθως πλαστικές σύριγγες μιας μόνο χρήσης, που βρίσκονται ήδη αποστειρωμένες σε ειδικές θήκες.
Πλαστική αποστειρωμένη σύριγγα, που χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια.
Μεγέθυνση βελόνας σύριγγας.
Σύριγγα νεότερου τύπου.
Σύριγγα του 16ου αι.
* * *
η / σῡριγξ, -ιγγος, ΝΜΑ, και σέριγγα και λόγιος τ. σύριγξ Ν, και κυπριακός τ. ὕριγξ Α
1. μουσ. πνευστό όργανο που αποτελείται από καλαμένιους, συνήθως, σωλήνες διαφορετικού μήκους, συνδεδεμένους σε σειρά, οι οποίοι είναι κλειστοί στον πυθμένα τους, γνωστό και ως αυλός τού Πανός
2. σωληνοειδής υπόγεια δίοδος, σήραγγα
3. ως κύριο όν. Σύριγξ μυθ. νύμφη τής Αρκαδίας την οποία ερωτεύθηκε ο Παν και εκείνη για να τόν αποφύγει κατέφυγε στις όχθες τού Λάδωνος και μεταμορφώθηκε σε καλαμιά από την οποία ο θεός κατασκεύασε το παραπάνω είδος αυλού
νεοελλ.
1. σφυρίχτρα
2. μουσικό σωληνοειδές όργανο με το οποίο οι κυνηγοί απομιμούμενοι τη φωνή πτηνών και άλλων ζώων τά προσελκύουν σε απόσταση βολής
3. ιατρ. όργανο που χρησιμεύει για την ένεση υγρών στον οργανισμό ή τη λήψη υγρών από ιστούς και κοιλότητες τού σώματος και το οποίο αποτελείται από έμβολο κινούμενο στο εσωτερικό κυλινδρικού σώματος και είναι εφοδιασμένο με ακροφύσιο στο οποίο εφαρμόζει το διευρυσμένο άκρο μιας βελόνης
4. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ελαιώδη τής οικογένειας ελαιίδες και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη φυλλοβόλων θάμνων ή μικρών δένδρων που είναι ιθαγενή τής ανατολικής Ευρώπης και τής Ασίας και από τα οποία το πιο διαδεδομένο στην Ελλάδα είναι το κν. γνωστό ως πασχαλιά
5. βιολ. φωνητικό όργανο τών πτηνών το οποίο βρίσκεται στη βάση τής τραχείας, εκεί όπου η τραχεία διαχωρίζεται στους κύριους βρόγχους
6. υδραντλία, τρόμπα
7. ναυτ. καθένα από τα ισχυρά διαμήκη, ξύλα τής ναυπηγικής σχάρας, ο χαμουλκός
αρχ.
1. το σφύριγμα σε ένδειξη αποδοκιμασίας σε διάφορους χώρους, όπως λ.χ. στο θέατρο
2. το στόμιο τού κυρίως αυλού
3. ο εξωτερικός φλοιός τού φυτού κασία
4. καθετί που έχει σχήμα σωλήνα όπως: α) θήκη δόρατος
β) οπή στο κέντρο τροχού
γ) το κοίλο τμήμα τής στρόφιγγας τής θύρας
δ) συριγγώδες απόστημα, συρίγγιο
ε) η αύλακα ή ο σωλήνας τού καταπέλτη
στ) στεγασμένη στοά ή διάδρομος
ζ) πιθ. βρόχος
η) η κηρήθρα
θ) σωλήνας τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως αντίβαρο
5. ως κύριο όν. Σύριγξ
τίτλος ποιήματος τού Θεόκριτου το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή αποτελούνταν από στίχους ποικίλου μεγέθους οι οποίοι ήταν διατεταγμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζεται η εικόνα μιας σύριγγας που αποτελούσε και το θέμα τού ποιήματος
6. (μόνον στην αιτ. τού τ. ὕριγξ) (κατά τον Ησύχ.) (στους Σαλαμίνιους) «ὕριγγα
πτύον»
7. στον πληθ. αἱ σύριγγες
α) το τελευταίο τμήμα τού Πυθικού νόμου το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή, κατά τον Στράβωνα, ηχούσε κατά μίμηση τών συριγμών τού φιδιού Πύθωνος
β) ιατρ. i) οι πόροι ή οι βρογχικές δίοδοι των πνευμόνων
ii) άλλοι σωληνοειδείς αγωγοί τού σώματος
iii) οι δίοδοι τού ήπατος
γ) τα υπόγεια μνήματα τών Αιγυπτίων βασιλέων στη Θήβα
8. φρ. α) «ἱερὰ σῡριγξ»
i) η σωληνοειδής κοιλότητα τής σπονδυλικής στήλης (Πολυδ.)
ii) η συριγγώδης οπή τής προβοσκίδας τού ελέφαντα (Αρετ.)
β) «πτεροῡ σῡριγξ» — το καλάμι τού φτερού (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. ανατολικής ή μεσογειακής προέλευσης, η οποία εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ιγξ όπως και άλλα ονόματα μουσικών οργάνων (πρβλ. σάλπ-ιγξ, φορμ-ιγξ). Έχει προταθεί, επίσης, η αναγωγή τής λ. σῦριγξ στην ΙΕ ρίζα *tuō(u)-: tuәu-: tū- «σωλήνας», με τη μεσολάβηση ενός αμάρτυρου τ. *σῡ-ρος. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. syringa) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. seringue, γερμ. Syrinx, αγγλ. syringe, syrinx)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύριγγα — η όργανο για ενέσεις: Βράσε τη σύριγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύριγγα — σύ̱ριγγα , σῦριγξ shepherd s pipe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασχαλιά — (σύριγγα η κοινή). Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στην ανατολική Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Συναντάται σε πετρώδης περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας έως τη Θεσσαλία. Είναι γνωστή και… …   Dictionary of Greek

  • ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… …   Dictionary of Greek

  • PANDURA seu PANDURIUM — PANDURA, seu PANDURIUM aliter apud recentiores, aliter apud veteres Scriptores accipitur, Panduram enim vetustiores trichordum appellavêre, vocemque ipsam acceptam tulêre Assyriis. Pollux, Τρίχορδον δὲ, ὅπερ Α᾿ςςόριοι πανδούραν ὠνόμαζον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • γονιμοποίηση — Στον άνθρωπο ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ένωση ενός ωαρίου και ενός σπερματοζωαρίου για τη δημιουργία ενός γονιμοποιημένου ωαρίου, του πρώτου κυττάρου ενός εμβρύου. Στους ανώτερους οργανισμούς, όπως είναι τα περισσότερα ζώα και… …   Dictionary of Greek

  • ευτρεπίζω — (ΑΜ εὐτρεπίζω) [ευτρεπής] 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, τακτοποιώ, συγυρίζω 2. παθ. ευτρεπίζομαι είμαι έτοιμος, παρασκευάζομαι νεοελλ. 1. μέσ. ευτρεπίζομαι καλλωπίζομαι 2. φρ. α) ναυτ. «ευτρεπίζω την άγκυρα» απαλλάσσω την άγκυρα από τις περιπλοκές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”